ευλαβοφανής

ευλαβοφανής
εὐλαβοφανής, -ές (Α)
αυτός που δίνει την εντύπωση τού ευλαβούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευλαβο- (< ευλαβής) + -φανής (< φαίνω), πρβλ. α-φανής, επι-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”